- δειλοῖσι
- δειλόςcowardlymasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειλοῖσ' — δειλοῖσι , δειλός cowardly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can … Hofmann J. Lexicon universale
κατάπαυμα — κατάπαυμα, τὸ (Α) [καταπαύω] 1. το μέσο για κατάπαυση («δειλοῑσι γόου κατάπαυμα γενοίμην» θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, Ομ. Ιλ.) 2. κατάπαυση, ανάπαυση από κάτι δυσάρεστο («κατάπαυμα τῶν μακρῶν πόνων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek